- ζούληγμα
- και ζούλημα και ζούλισμα, το [ζουλώ]συμπίεση, σύνθλιψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάθλαση — η (Α ἀνάθλασις) [άναθλῶ] σύνθλιψη, σπάσιμο, ζούληγμα αρχ. έκθλιψη … Dictionary of Greek
ζούλισμα — το [ζουλίζω] ζούληγμα, συμπίεση, σύνθλιψη … Dictionary of Greek
ζούπισμα — το [ζουπίζω] συμπίεση, σύνθλιψη, ζούληγμα, πατήκωμα … Dictionary of Greek
πατιά — η πάτημα, ζούληγμα, σπρώξιμο προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά, σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
πρόσθλιψις — ίψεως, ἡ, Α [προσθλίβω] συμπίεση, ζούληγμα … Dictionary of Greek
σύνθλιψη — η / σύνθλιψις, ίψεως, ΝΜΑ [συνθλίβω] συμπίεση, ζούληγμα νεοελλ. τσαλάκωμα μσν. μτφ. μεγάλη θλίψη, έντονη στενοχώρια … Dictionary of Greek
ζούλημα — ζούλημα, το και ζούληγμα, το και ζούλισμα, το, ατος πίεση που ασκείται σε κάποιο αντικείμενο και το αποτέλεσμά της: Τα φρούτα που αγόρασες έχουν ζουλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)